ζαλικώνω
Look at other dictionaries:
ζαλικώνω — και ζαλιγκώνω [ζαλίκι] 1. φορτώνω 2. μέσ. ζαλικώνομαι και ζαλιγκώνομαι και ουμαι α) φορτώνομαι, μεταφέρω βάρος στην πλάτη μου β) μτφ. φορτώνομαι οικονομικά ή ηθικά βάρη … Dictionary of Greek
ζαλικώνω — ζαλίκωσα, ζαλικώθηκα, ζαλικωμένος 1. μτβ., φορτώνω κάποιον. 2. αμτβ., σηκώνω φορτίο από ξύλα στους ώμους μου: Η γριά ζαλικώθηκε τα ξύλα και κατέβηκε στο χωριό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αζαλίκωτος — (I) η, ο [ζαλικώνω] 1. αυτός που δεν έχει στην πλάτη του ζαλίκι, φορτίο, ο αζάλωτος* 2. ο χωρίς οικογενειακά βάρη, άγαμος. (II) η, ο [αζαλικώνομαι] αυτός που δεν αζαλικώθηκε, δεν έπαθε ο αζάλικάς του … Dictionary of Greek
ζαλιγκώνω — [ζαλίγκα] βλ. ζαλικώνω … Dictionary of Greek
ζαλώνω — ζαλώθηκα, ζαλωμένος, βλ. ζαλικώνω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)